κερδέζω

κερδέζω
κερδέζω (Μ)
1. κατορθώνω να αποκτήσω κάτι
2. φρ. «κερδέζω τον πόλεμο» — νικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < ἐκέρδησα, αόρ. τού κερδαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”